ρυπαρότητα

ρυπαρότητα
η / ῥυπαρότης, -ητος, ΝΑ [ῥυπαρός]
νεοελλ.
1. η ύπαρξη βρομιάς, το να είναι κάτι ρυπαρό, ακάθαρτο
2. άσεμνη πράξη, άσεμνος λόγος ή τρόπος («το δημοσίευμα αυτό περιέχει ένα σωρό ρυπαρότητες»)
3. μτφ. η ιδιότητα τού ανήθικου, φαυλότητα
αρχ.
αγένεια ή δουλοπρέπεια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ρυπαρότητα — η η ιδιότητα του ρυπαρού, και σε επέκταση άσεμνος λόγος ή πράξη: Τάχα για αστεία είπε ένα σωρό ρυπαρότητες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αστλέγγιστος — ἀστλέγγιστος, ον (Α) αυτός που δεν έχει καθαριστεί με στλεγγίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + στλεγγίζω < στλεγγίς «είδος ξύστρας, με την οποία καθάριζαν τη ρυπαρότητα του σώματος στο λουτρό ή στην παλαίστρα»] …   Dictionary of Greek

  • γυφτίλα — η 1. δυσοσμία από τη ρυπαρότητα τού γύφτου 2. η γυφτιά …   Dictionary of Greek

  • γυφτιά — η 1. ρυπαρότητα, ακαταστασία 2. μικροπρέπεια, τσιγγουνιά 3. συμπεριφορά που ταιριάζει σε γύφτο …   Dictionary of Greek

  • πιναρότης — ἡ, ΜΑ [πιναρός] η ιδιότητα τού πιναρού, η ρυπαρότητα, η ακαθαρσία …   Dictionary of Greek

  • ραδιούργος — α, ο / ῥᾳδιουργός, όν, ΝΜΑ (ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που ραδιουργεί, δολοπλόκος, μηχανορράφος νεοελλ. (για ηθοποιό) αυτός που έχει ειδικευθεί στην απόδοση ρόλων μοχθηρών και ύπουλων προσώπων αρχ. 1. αυτός που κάνει κάτι με ευκολία, χωρίς να… …   Dictionary of Greek

  • τέτανος — Οξεία νόσος που προκαλείται από την εξωτοξίνη ενός βακτηριδίου του Κλωστηρίδιου (clostridium) και χαρακτηρίζεται από νευρομυϊκά συμπτώματα (ακούσιοι σπασμοί των ραβδωτών μυών). Το υπεύθυνο μικρόβιο είναι ένα αναερόβιο σπορόγονο βακτηρίδιο, που… …   Dictionary of Greek

  • τετανός — Οξεία νόσος που προκαλείται από την εξωτοξίνη ενός βακτηριδίου του Κλωστηρίδιου (clostridium) και χαρακτηρίζεται από νευρομυϊκά συμπτώματα (ακούσιοι σπασμοί των ραβδωτών μυών). Το υπεύθυνο μικρόβιο είναι ένα αναερόβιο σπορόγονο βακτηρίδιο, που… …   Dictionary of Greek

  • φθειροφάγος — ον, Α (κυρίως το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ φθειροφάγοι λαός τής Κολχίδος που συνήθιζε να τρώει σπόρους κουκουναριάς και τού οποίου η ονομασία οφείλεται, κατά τον Στράβωνα, στη ρυπαρότητά του. [ΕΤΥΜΟΛ. < φθείρ, φθειρός + φάγος*] …   Dictionary of Greek

  • φιλορρύπαρος — και δ. γρφ. φιλορύπαρος, ον, ΜΑ αυτός που αγαπά την ρυπαρότητα, που τού αρέσει να ζει στη βρομιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ῥυπαρός «βρόμικος»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”